- δυνητικός
- -ή, -ό (AM δυνητικός, -ή, -όν)αυτός που εκφράζει το δυνατό, τη δυνατότητα ή πιθανότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυνητικός — potential masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνητικός, -ή — ό επίρρ. ά αυτός που μπορεί να γίνει ή να μη γίνει: Δυνητικές διατάξεις του νόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυνητικόν — δυνητικός potential masc acc sg δυνητικός potential neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνητικοῖς — δυνητικός potential masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνητικοί — δυνητικός potential masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνητικούς — δυνητικός potential masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)